- τοποθεσίας
- τοποθεσίᾱς , τοποθεσίαtopographyfem acc plτοποθεσίᾱς , τοποθεσίαtopographyfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
мѣстоположениѥ — МѢСТОПОЛОЖЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Месторасположение: Аще попове или диѧкони ог҃лани бѹдѹть. съпрѧженѹѹмѹ законьнѹѹмѹ || числѹ отъ ближьнѧаго мѣстоположени˫а еп(с)пъ. ихъже ог҃лѥмии испросѧть. (τῆς... τοποϑεσίας) КЕ XII, 118–119 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Занятие ущелья Клисура — Итало греческая война … Википедия
Κορακιαί — Κορακιαί, αἱ (Α) [κορακίας] επιγρ. ονομασία τοποθεσίας στη Δήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορακί ας + κατάλ. αί, συνήθη σε τοπωνύμια (πρβλ. Παγασ αί, Πλαται αί)] … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την … Dictionary of Greek
κατατοπίζω — 1. καθοδηγώ κάποιον σχετικά με τις λεπτομέρειες μιας τοποθεσίας, τόν προσανατολίζω, τού δείχνω τα κατατόπια ή τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει 2. μτφ. πληροφορώ λεπτομερώς, ενημερώνω, διαφωτίζω κάποιον πάνω σε κάτι που δεν γνωρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κατατόπι — το (Μ κατατόπι και κατατόπιον) νεοελλ. 1. συν. στον πληθ. τα κατατόπια οι λεπτομέρειες μιας τοποθεσίας, οι κρυφές θέσεις μιας περιοχής («ξέρει τα κατατόπια τής παλιάς πόλης») 2. τόπος διαμονής, κρησφύγετο («πολλά κατατόπια τής κλεφτουριάς ήταν… … Dictionary of Greek